φωνογραφία

φωνογραφία
η
1) транскрипция; 2) см. φωνογράφηση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φωνογραφία" в других словарях:

  • φωνογραφία — η, Ν 1. φωνογράφηση, ηχογράφηση 2. παράσταση φθόγγου με γραφικό σημείο …   Dictionary of Greek

  • φωνογραφία — η 1. η παράσταση των φθόγγων με γραφικά σημεία. 2. η αποτύπωση της φωνής σε δίσκο φωνογράφου ή γραμμοφώνου ή σε ταινία μαγνητοφώνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνογραφία ή στον φωνογράφο (α. «φωνογραφικοί δίσκοι» οι δίσκοι τού φωνογράφου β. «φωνογραφική απόδοση»). επίρρ... φωνογραφικώς και φωνογραφικά Ν από φωνογραφική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνογράφος ή… …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνογραφία ή το φωνογράφο (βλ. λ.): Φωνογραφικοί δίσκοι (οι δίσκοι του γραμμοφώνου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»